- χρυσοχοεῖον
- χρῡσοχοεῖον , χρυσοχοεῖονthe shop of aneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χρυσοχοείο — το / χρυσοχοεῑον, ΝΜΑ [χρυσοχόος] το εργαστήριο τού χρυσοχόου νεοελλ. κατάστημα στο οποίο πωλούνται κοσμήματα και άλλα αντικείμενα από χρυσό ή από άλλα πολύτιμα μέταλλα … Dictionary of Greek
χρυσοχοείοις — χρῡσοχοεί̱οις , χρυσοχοεῖον the shop of a neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοχοείου — χρῡσοχοεί̱ου , χρυσοχοεῖον the shop of a neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοχοείων — χρῡσοχοεί̱ων , χρυσοχοεῖον the shop of a neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)